υποσαίνω

υποσαίνω
ὑποσαίνω, ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσαίνω Α
(για σκύλο) κουνώ την ουρά μου από χαρά
νεοελλ.
μτφ. κολακεύω και, γενικά, περιποιούμαι κάποιον με δουλοπρέπεια
αρχ.
1. μτφ. (με αιτ.) φέρομαι κολακευτικά
2. φρ. «ὑποσαίνω τῇ γλώττῃ»
(για λιοντάρι) κουνώ εδώ κι εκεί την γλώσσα μου (Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + σαίνω «κουνώ την ουρά, κολακεύω, περιποιούμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καθυποσαίνω — (Μ) επιτατ. τού υποσαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο σαίνω «κουνώ την ουρά, φέρομαι δουλοπρεπώς»] …   Dictionary of Greek

  • υπαικάλλω — Α (δωρ. λ. αντί ὑποσαίνω) (για σκύλο) κουνώ ελαφρά την ουρά από χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + αἰκάλλω «κουνώ την ουρά»] …   Dictionary of Greek

  • υποσσαίνω — Α (επικ. τ.) βλ. υποσαίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”